- συμπαιστής
- ὁ, θηλ. συμπαίστρια, Α [συμπαίζω]συμπαίκτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαιστήν — συμπαιστής playmate masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαιστρίας — συμπαιστρίᾱς , συμπαίστρια playmate fem acc pl συμπαιστρίᾱς , συμπαίστρια playmate fem gen sg (attic doric aeolic) συμπαιστρίᾱς , συμπαιστής playmate fem acc pl συμπαιστρίᾱς , συμπαιστής playmate fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԽԱՂԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0914 Chronological Sequence: Unknown date ա. συμπαιστής, συμπαίκτωρ collusor. Որ խաղայ ընդ այրում. ընկեր խաղուց եւ զուարճութեանց. *Ովարիստէսն ըմպակից եւ խաղակից նշանակէ գոլ արամազդայ. Պղատ. մինովս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ξυμπαίστριαι — συμπαίστριαι , συμπαίστρια playmate fem nom/voc pl συμπαίστριαι , συμπαιστής playmate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίστορα — συμπαίστωρ masc acc sg συμπαιστής playmate masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίστορας — συμπαίστωρ masc acc pl συμπαιστής playmate masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίστορες — συμπαίστωρ masc nom/voc pl συμπαιστής playmate masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίστορος — συμπαίστωρ masc gen sg συμπαιστής playmate masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίστορσιν — συμπαίστωρ masc dat pl συμπαιστής playmate masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαίστρια — playmate fem nom/voc sg συμπαιστής playmate fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)